- ἐνεῦδεν
- ἐνεύδωsleep inimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενεύδω — ἐνεύδω (Α) [εύδω] κοιμάμαι μέσα ή πάνω σε κάτι («χλαῑναν... καὶ κώεα, τοῑσιν ἐνευδεν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek